top of page

Ιστορία 3η: Ιστορίες του νερού και της λήθης


Πηγή φωτό: displate.com

Ιστορίες του νερού και της λήθης


Από όσο μπορώ να φέρω τις μνήμες μου πίσω, πάντα ένιωθα μία λατρεία για τη θάλασσα. Με ηρεμούσε σχεδόν με υπνώτιζε να ακούω τον ήχο των κυμάτων που χτυπούσαν στα βράχια ειδικά τις μέρες που ο καιρός αγρίευε και ο ουρανός γινόταν ένα με τη θάλασσα. Όσο η φύση λυσσομανούσε τόσο πιο πολύ μαγευόμουν από εκείνη.


Φέρνω στο νου μου τις ατελείωτες ιστορίες που μου έλεγε ο παππούς μου για όλα τα θαυμαστά μα και μυστήρια που είχε ζήσει χρόνια ψαράς και ταξιδιάρης.

«Τη θάλασσα πρέπει να την σέβεσαι μα και να την φοβάσαι» μου ‘λεγε.

«Όσο γλυκιά είναι, τόσο πικρή μπορεί να γίνει». Από όλες τις ιστορίες του αυτή που δεν χόρταινα να ακούω ήταν για τις γοργόνες.»

«Αλήθεια παππού, υπάρχουν γοργόνες;» τον ρωτούσα.

«Υπάρχουν ζαγαράκι μου».

«Είναι όμορφες παππού;».

«Πεντάμορφες και φεγγαροπρόσωπες. Σαν έχει γιόμα βγαίνουν στα βράχια στο ξερονήσι και τραγουδούν.»

«Θα με πας να τις δω παππού;»

«Θα σε πάω ζαγαράκι μου.»


Περίμενα το επόμενο γέμισμα του φεγγαριού με λαχτάρα και ανυπομονησία. Σαν έφτασε, μπήκαμε σούρουπο στη βάρκα και ξεκινήσαμε για το ξερονήσι. Όταν κοντοζυγώναμε ο παππούς έσβησε τη μηχανή της βάρκας και την άφησε να την παρασύρει το λιγοστό κυματάκι γλυκά γύρω από τα βράχια. Το φεγγάρι είχε ανέβει αρκετά ψηλά και εγώ κρατώντας σχεδόν την αναπνοή μου προσπαθούσα μήπως και διακρίνω κάτι.


«Μην βιάζεσαι ζαγαράκι μου έχε υπομονή.» Λίγο λίγο με την ώρα έκλεισαν τα μάτια μου και έγειρα στην αγκαλιά του παππού μου. Είχε μία γλυκιά δροσιά εκείνη τη βραδιά και αισθάνομαι μία γαλήνη μες στον ύπνο μου. Δεν ξέρω τι ώρα θα ‘ταν όταν με μισοξύπνησε ένας απόκοσμος ήχος σαν τραγούδι, σαν μελωδία. Μισοάνοιξα τα μάτια μου και έκανα να σηκωθώ.

«Σσσσσς» Μου έγνεψε παππούς μου.

«Θα τις τρομάξεις και θα φύγουν».

«Είναι οι γοργόνες παππού;»

«Ναι ζαχαράκι μου, οι γοργόνες είναι».


Τα μάτια μου ήταν θολά από τον ύπνο και το φως του φεγγαριού δεν με βοήθαγε πολύ μα θαρρώ πως είδα τις σκιές τους στα βράχια. Κούρνιασα πιο σφιχτά στην αγκαλιά του παππού μου και με τα μάτια κλειστά άκουγα αυτή την παράξενη μελωδία. Τόσο όμορφη και τόσο εξωπραγματική, γινόταν ένα με τον ήχο της θάλασσας, σαν να έβγαινε από τα σπλάχνα της ένα γλυκό νανούρισμα που με ξανακοίμησε γλυκά. Ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό μου εκείνη η παράξενη μελωδία όσα χρόνια κι αν πέρασαν.


Πολλές φορές όταν έχει φεγγάρι πηγαίνω στη θάλασσα, κάθομαι στην αμμουδιά και, όπως γέρνω το κεφάλι μου στα γόνατά μου, κλείνω τα μάτια μου και ψάχνω ανάμεσα στους ήχους των κυμάτων να ακούσω εκείνη τη μελωδία. Τις γοργόνες που τραγουδούν κάτω από το φως του φεγγαριού. Καμιά φορά θαρρώ πως τις ακούω.


ΒΚ

bottom of page